κακοσχολώ

κακοσχολώ
κακοσχολῶ, -έω (Α) [κακόσχολος]
1. (για παιδιά) δαπανώ κακώς την ώρα τής σχόλης, ξοδεύω σε σκάνδαλα, πανουργίες και διαβολιές τον καιρό μου
2. δαπανώ τον καιρό μου για ηδονή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακοσχόλῳ — κακόσχολος mischievous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσχολεύομαι — (Α) [κακόσχολος] παίζω κακά, ανάρμοστα, άσχημα παιχνίδια, δαπανώ άσχημα την ώρα τής σχόλης μου, κακοσχολώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”